Οι “Εκκίνηση – Έλληνες Δημοκράτες” για το Σκοπιανό
1. Μετά από πολύχρονη απραξία, με αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αχρείαστη βλάβη του εθνικού μας συμφέροντος, τα κόμματά μας, κυβερνητικά και αντιπολιτευόμενα, συνειδητοποίησαν ότι η διαφορά της χώρας μας με την FYROM και η διαδικασία επίλυσής της έχουν οριοθετηθεί από την ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Το κοινά αποδεκτό αυτό πλαίσιο, ουσιαστικά προβλέπει την εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας της FYROM (μέσω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ, όπως έχει η ίδια ζητήσει) και ως προϋπόθεση παροχής της εγγύησης αυτής την εγκατάλειψη αλυτρωτικών/επεκτατικών βλέψεων της εις βάρος της Ελλάδας. Μεταξύ άλλων, η συνταγματική ονομασία της γειτονικής χώρας εντοπίστηκε ως μέρος της διαφοράς και προβλέφθηκε η αλλαγή της. Η προώθηση της λύσης επιχειρείται με διαπραγμάτευση, με την μεσολάβηση του Ο.Η.Ε..
2. Από την σύναψη της ενδιάμεσης συμφωνίας μέχρι σήμερα, η FYROM έχει προβεί σε ενέργειες εντελώς αντίθετες με το πνεύμα της. Όπως επίσης έχει αποφύγει να υποβάλλει πρόταση «σύνθετης ονομασίας κοινής αποδοχής». Δηλώνοντας προσφάτως ότι θα θέσει την όποια τέτοια προταθεί σε έγκριση, μέσω δημοψηφίσματος. Επιβάλλεται η FYROM να αναιρέσει όλες τις στρεψοδικίες της, παλαιές και νέες. Αρνούμαστε διαπραγμάτευση σε βάση άλλη από την ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Για να πείσουμε, καλό θα ήταν, μετά τα κόμματά μας, και άλλοι παράγοντες του κατεστημένου μας να σταματήσουν την αμφισβήτηση της συμφωνίας αυτής. Επιμένοντας στην στάση τους αυτή, απλώς αδυνατίζουν την ελληνική θέση.
3. Στο πλαίσιο αυτό, πολύ κακώς, η ελληνική κυβέρνηση δεν προσήλθε στην διαμεσολαβητική διαδικασία με δική της πρόταση ονομασίας ώστε, εάν αυτή δεν γίνονταν δεκτή, να αξιώσει, επί τέλους, συγκεκριμένη εναλλακτική πρόταση από την άλλη πλευρά. Ο κύριος Πρωθυπουργός, ας επιχειρήσει, έστω και τώρα, έστω και στις συναντήσεις του με τους αρχηγούς (τις οποίες, επίσης πολύ κακώς, προτίμησε από την σύγκληση του Συμβουλίου τους υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), συμφωνία σε πρόταση ονόματος την οποία θα υποβάλλουμε στην πρώτη επανάληψη της διαπραγμάτευσης.
4. Όπως και σε κάθε διαπραγμάτευση, ιδίως όποτε επισπεύδουσα είναι η άλλη πλευρά, επιδίωξη δεν μπορεί να είναι άλλη από την βελτίωση των όρων της βάσης της. Συγκεκριμένα:
– Δεν απεμπολούμε τίποτα από την ενδιάμεση συμφωνία.
– Ξεκαθαρίζουμε τις πρόσθετες προβλέψεις με τις οποίες μπορεί να υπάρξει οριστική επίλυση της διαφοράς.
– Η ονομασία η οποία αποδόθηκε με την προσωρινή συμφωνία είναι FYROM. Τίποτα δυσμενέστερο για τα ελληνικά συμφέροντα δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό.
– Η όποια ονομασία της γειτονικής χώρας συμφωνηθεί, μόνον ως συνταγματική διασφαλίζει ότι είναι «μια και μόνη έναντι όλων».
Με τα παραπάνω κριτήρια αξιολογείται και η όποια λύση, αν και όποτε παρουσιαστεί, όπως και η χρέωση ή πίστωση όποιου την φέρει. Με την περαιτέρω καθυστέρηση της λύσης να είναι εξέλιξη αρνητική, ούτως ή άλλως.
5. Ιδιαιτέρως με την διαπραγμάτευση σε εξέλιξη, πρέπει να είναι σαφές:
– αντιμετωπίζουμε ένα, εν δυνάμει, πρόβλημα εθνικής ασφάλειας και όχι μια σύγκρουση ιδεοληψιών. Η αλήθεια είναι ότι δεν δεχόμαστε ένα fail state στα βόρεια σύνορά μας και έναν fail partner (μια ακόμα εκ των έσω απειλή, μετά την Τουρκία) στους κόλπους του ΝΑΤΟ.
– διαπραγματεύονται λύση στην μεταξύ τους διαφορά η Ελληνική Δημοκρατία και η FYROM και όχι εμείς οι έλληνες πολίτες μεταξύ μας για τις (θεμιτές κατά τα άλλα) διαφορετικές ιδέες και προτιμήσεις μας.
– Ο «πλεγματικός εθνικισμός», ο εξαγνισμός των «εθνικισμών των άλλων», με παράλληλη, εστιασμένη καταγγελία του «δικού σου εθνικισμού», είναι η απεχθέστερη και επιβλαβέστερη μορφή εθνικισμού. Οι υποστηρικτές του οφείλουν εξηγήσεις.
– Τελικά, «λύσεις κοινής αποδοχής» υπάρχουν, αναζητείται προσωπικό άξιο να τις κερδίσει.