Στον αφρό τα κόμματα, στην κρεμάλα οι φορολογούμενοι
Στα 235 δις ευρώ έχει φτάσει το ιδιωτικό χρέος στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για την πορεία των οφειλών προς την εφορία.
Αυτό, γράφουν κάποια παπαγαλάκια των τραπεζιτών, αποτελεί θηλιά στην οικονομία. Αυτό όμως που δεν λένε είναι ότι αυτά τα 235 δις ευρώ αποτελούν θηλιά στη ζωή και στην επιβίωση των ίδιων των Ελλήνων φορολογούμενων, που ενώ χρωστάνε τόσα πολλά χρήματα, πρέπει να πληρώνουν τους υπέρογκους άμεσους ή έμμεσους φόρους. Είτε στην εφορία, είτε στα προϊόντα και στις υπηρεσίες που χρειάζονται καθημερινά για την επιβίωσή τους. Και παράλληλα, να πληρώνουν τις τράπεζες που προσπαθούν με όλα τα μέσα να αρπάξουν σπίτια, επιχειρήσεις και περιουσίες από δανειολήπτες με κόκκινα δάνεια. Άλλωστε, είναι γνωστό σε όλους ότι οι μεγαλοκαρχαρίες πάντα βρίσκουν τρόπο και δεν πληρώνουν, ή πληρώνουν κάτι ελάχιστο σε σχέση με τα εκατομμύρια που χρωστάνε.
Σύμφωνα πάντα με τα παπαγαλάκια των τραπεζιτών, αυτές οι οφειλές των φορολογούμενων, αλλά και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, αποτελούν πλέον μόνο την κορυφή ενός παγόβουνου πάνω στο οποίο πλέουν στην αβεβαιότητα η ελληνική αγορά και η ελληνική οικονομία.
Τα στοιχεία για το συνολικό χρέος των ιδιωτών προς το κράτος και προς άλλους ιδιώτες είναι τουλάχιστον ανατριχιαστικά, καθώς δείχνουν ότι οι Έλληνες χρωστούν σε άλλους Έλληνες περίπου μιάμιση φορά το εθνικό εισόδημα. Το συνολικό χρέος ιδιωτών προς το Δημόσιο και προς άλλους ιδιώτες, αυτά τα 235 δις ευρώ, αποτελούν περίπου το 130% του Ακαθάριστου Εγχώριου Εισοδήματος. Είναι χρέη προς το κράτος, προς τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία αλλά και προς άλλους ιδιώτες. Χρέη που όμως, σύμφωνα με το δεύτερο μνημόνιο που υπέγραψαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, το δικαίωμα της διαχείρισής τους οι κυβερνώντες το έχουν εκχωρήσει στους δανειστές. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε λύση για τη μείωση του ιδιωτικού χρέους, δηλαδή οποιαδήποτε λύση για την ελάφρυνση των Ελλήνων από τα 235 δις που χρωστάνε σε τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, πρέπει να τη δεχτούν οι δανειστές. Η ελληνικές κυβερνήσεις είναι πλήρως αμέτοχες. Και δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε ότι, μέσα σε αυτή την ασφυκτική κατάσταση, το Δημόσιο χρωστά και αυτό στους ιδιώτες σημαντικά ποσά, την ώρα μάλιστα που αυξάνεται συνεχώς η φορολογική επιβάρυνση με αυξήσεις συντελεστών και κατάργηση φοροαπαλλαγών.
Μπορεί η κυβέρνηση να επιχειρεί να εμφανίσει το δικό της success story στην οικονομία με την επίτευξη των στόχων για τα πλεονάσματα –ως αποτέλεσμα, βέβαια, της φορολογικής εξόντωσης της οικονομίας–, ωστόσο η αγορά βιώνει το δικό της καθημερινό μαρτύριο για μια σταγόνα ρευστότητας, αλλά και προστασίας της από τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης από εφορία, τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία, δηλαδή τις κατασχέσεις, που πλέον πέφτουν καθημερινά σαν το χαλάζι.
Τα αναλυτικά στοιχεία είναι τουλάχιστον απογοητευτικά:
– Οι φορολογούμενοι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (Ιούλιος 2017), έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση, δηλαδή τις Εφορίες και τα τελωνεία, συνολικού ύψους 97,35 δισ. ευρώ. Δηλαδή μια ανάσα από τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Μάλιστα, τον Ιούλιο οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, δηλαδή αυτές που δημιουργήθηκαν από τον Ιανουάριο του 2017 και μετά, ανήλθαν σε 7,48 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2 δισ. ευρώ μέσα σε έναν μήνα. Παρά το γεγονός ότι η ΑΑΔΕ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία εξηγούσε ότι, από αυτά τα 2 δισ. ευρώ, μόνο τα 695 δισ. ευρώ αποτελούν νέο ληξιπρόθεσμο χρέος φορολογικής προέλευσης, καθώς και ότι το νέο χρέος αυξάνεται με βραδύτερους ρυθμούς σε σχέση με το παρελθόν, η ουσία είναι ότι εξακολουθεί να αυξάνεται. Και αυτό συμβαίνει και σε μια περίοδο που η οικονομία έχει αρχίσει πραγματικά, έστω και δειλά, να ανακάμπτει, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
– Οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία υπολογίζονται σε περίπου 25 δισεκατομμύρια ευρώ. Πρόκειται για βεβαιωμένες απλήρωτες εισφορές, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της λειτουργίας μιας μεγάλης, αλλά σκιώδους αγοράς, δηλαδή επαγγελματιών οι οποίοι εργάζονται πλέον εκτός φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή μόνο «με μαύρα». Είναι οι ιστορίες ελεύθερων επαγγελματιών που λόγω των υπέρογκων εισφορών και της υπερφορολόγησης έκλεισαν τα βιβλία τους, θεωρώντας ότι μόνο έτσι θα καταφέρουν να παραμείνουν οικονομικά ζωντανοί. Μέσα στις οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία περιλαμβάνονται και χιλιάδες επιχειρήσεις που, υπό το βάρος της κρίσης, λύγισαν και τα ασφαλιστικά ταμεία περιμένουν από αυτές να εισπράξουν.
– Το συνολικό ποσό των δανείων προς τις τράπεζες υπολογίζεται σε περίπου 110 δισεκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα περίπου 50 δισ. είναι σε οριστική καθυστέρηση, δηλαδή είναι τα λεγόμενα “κόκκινα”. Πρόκειται για οφειλές προς τις τράπεζες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών οι οποίες έχουν συσσωρευτεί κατά κύριο λόγο στα χρόνια της κρίσης και οι λύσεις που έχουν δοθεί μέχρι τώρα απέχουν πολύ από το χαρακτηριστούν λύσεις. Αν και μέσα σε αυτό το χρέος υπάρχει και ένα μερίδιο των λεγόμενων “στρατηγικών κακοπληρωτών”, δηλαδή δανειοληπτών που, ενώ μπορούν να πληρώσουν δεν πληρώνουν, η πλειονότητα αποτελείται από επιχειρήσεις και νοικοκυριά που απλώς λόγω της κρίσης σήκωσαν ψηλά τα χέρια, αδυνατώντας να σηκώσουν το βάρος των δανείων τους. Οι ελπίδες πολλών έχουν στραφεί πλέον στη ρύθμιση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, μέσω της οποίας μπορεί να γίνει συνολική ρύθμιση χρεών προς τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, Εφορίες και τελωνεία. Πρόκειται, ωστόσο, για ρύθμιση που αφορά μόνο επιχειρήσεις και επαγγελματίες και όχι άλλους ιδιώτες, όπως μισθωτούς και συνταξιούχους.
– Οι οφειλές μέσω ακάλυπτων επιταγών υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι μεταχρονολογημένες επιταγές είναι ένα ελληνικής ευρεσιτεχνίας μέσο δανεισμού μεταξύ προμηθευτών και πελατών στη χονδρική, το οποίο την εποχή των παχιών αγελάδων έκανε θραύση, ενώ με την κρίση αποτέλεσε τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας δανεισμού στην οικονομία που έσπασε. Αν και ο αριθμός των επιταγών που “σφραγίζονται” ως ακάλυπτες έχει μειωθεί δραστικά μετά το 2014, καθώς το συγκεκριμένο μέσο δανεισμού αποφεύγεται από τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες ως εξαιρετικά επισφαλές, εντούτοις εξακολουθούν κάθε μήνα να σφραγίζονται επιταγές μερικών εκατομμυρίων ευρώ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι μεγάλο μέρος από αυτό το χρέος δεν πρόκειται να πληρωθεί ποτέ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τα 97 δισ. ευρώ του χρέους προς το Δημόσιο, εισπράξιμα θεωρούνται μόνο τα 12-15 δισ. ευρώ, ενώ μεγάλο είναι και το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων που θα παραμείνουν «κόκκινα».
Τι γίνεται όμως με τα θαλασσοδάνεια των κομμάτων; Τι ποσοστό αυτών ων 235 δις είναι θαλασσοδάνεια, δηλαδή δανεικά κι αγύριστα που πήραν τα κόμματα και οι κολλητοί τους και κολλητοί των τραπεζών χωρίς καμία απολύτως εγγύηση ή με εγγύηση ποσοστά που ίσως κάποτε να έπαιρναν στις εκλογές, αλλά τελικά δεν τα πήραν; Τι γίνεται με αυτά τα δις που είναι δανεικά κι αγύριστα;
Τι γίνεται με τα πολιτικά κόμματα που, για να καλύψουν τις δικιές τους ατασθαλίες, θυσίασαν με ένα καλοστημένο σχέδιο των ελληνικό λαό και τώρα ήρθε η ώρα να του ρίξουν και την ταφόπλακα με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς;
Ποτέ δεν ήθελαν τα πολιτικά κόμματα και οι τραπεζίτες, και ούτε θέλουν βέβαια να σώσουν την κύρια κατοικία του Έλληνα πολίτη. Κανείς τους δεν ασχολήθηκε σοβαρά με αυτό το μεγάλο θέμα. Κι αυτό γιατί το δικαίωμα τις διαπραγμάτευσης του εσωτερικού χρέους το εκχώρησαν με το δεύτερο μνημόνιο στους δανειστές. Και μάλιστα, τόσο ο πολιτικός κόσμος, όσο και οι τράπεζες, φροντίζουν αυτό να το κρατούν κρυφό από των Έλληνα πολίτη. Κατά τα άλλα, δήθεν παλεύουν και σκοτώνονται μεταξύ τους για το ποιος θα σώσει τον ελληνικό λαό από τα μνημόνια. Αλλά από όλους αυτούς τους υποκριτές, ποιος θα μας σώσει;