Το κλείσιμο των σχολείων αποτελεί την «πολιτική σχολικής στέγης» της Δημοτικής Αρχής Θεσσαλονίκης
Οι επίμονες κινητοποιήσεις των γονιών του 12ου Δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, ενάντια στην απόφαση του Δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη για μεταστέγαση των μαθητών και στην απόφαση για αναστολή λειτουργίας του σχολείου, κατάφεραν να θέσουν σε πρώτο πλάνο ένα από τα βασικότερα προβλήματα υποδομών της πόλης, αυτό της σχολικής στέγης.
Ανεξάρτητα από την πορεία που θα πάρουν τα πράγματα, η μάχη για να παραμείνει ζωντανό το 12ο Δημοτικό Σχολείο κατέστησε σαφές στο λαό της Θεσσαλονίκης ότι η σχολική στέγη αποτελεί για τη διοίκηση Μπουτάρη ένα ενοχλητικό πάρεργο, μιας και δεν φέρνει τουρίστες και κέρδη. Την ίδια τύχη είναι πολύ πιθανό να έχουν και άλλα σχολεία το επόμενο διάστημα.
Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στη διασφάλιση της συνέχισης της λειτουργίας του σχολείου. Δεν μπορεί το 2017 στη Θεσσαλονίκη να λειτουργούν σχολεία «προκάτ», σχολεία σαράβαλα, σχολεία με ακατάλληλες και επικίνδυνες αυλές, σχολεία που μοιάζουν ακόμα και με φυλακές. Σήμερα απαιτούνται έργα για την επιδιόρθωση και τη συντήρηση των σχολικών κτιρίων και αιθουσών σε όλη την περιοχή ευθύνης του Δήμου, ενώ είναι αναγκαία η οικοδόμηση νέων, αξιοπρεπών, λειτουργικών και ασφαλών σχολικών εγκαταστάσεων, από βρεφονηπιακούς σταθμούς μέχρι και λύκεια, που να καλύπτουν τις λαϊκές ανάγκες. Αυτή ήταν η πρόταση της Λαϊκής Συσπείρωσης σε κάθε συζήτηση που έχει γίνει για το 12ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, σε κάθε συζήτηση του Τεχνικού Προγράμματος του Δήμου, καθώς και με οποιαδήποτε άλλη αφορμή. Αυτή ήταν και η απαίτηση των γονέων και κηδεμόνων.
Η Διοίκηση αποπειράθηκε να παρουσιάσει ως αιτία για το κλείσιμο του 12ου την έλλειψη ασφάλειας των παιδιών. Σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, θα περίμενε κανείς να παρθούν μέτρα επιδιόρθωσης του κτιρίου και να ξεκινούσε η διαδικασία για την ανέγερση νέου σχολικού κτιρίου. Αντί αυτού, επιλέχθηκε η λύση «πονάει πόδι, κόβει πόδι», δηλαδή να κλείσει το σχολείο οριστικά, και μάλιστα με επιθέσεις, συκοφαντίες και υπονοούμενα ενάντια στους γονείς των μαθητών του σχολείου.
Θυμίζουμε ότι η Λαϊκή Συσπείρωση επίμονα έθετε και θέτει το ζήτημα του αναπροσανατολισμού των προτεραιοτήτων του Δήμου στην κάλυψη της ανάγκης της σχολικής στέγης. Είναι αναγκαίο να βρεθούν και να διατεθούν κονδύλια, να γίνουν απαλλοτριώσεις και να χαρακτηριστούν χώροι, να ασκηθεί κάθε είδους πίεση στην Κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει τους Δήμους γι’ αυτόν τον σκοπό. Ωστόσο, τόσο η σημερινή Δημοτική Αρχή όσο και προηγούμενες, καθώς και η αντιπολίτευση, δεν επικεντρώνουν στο κύριο, δεν έχουν διεκδικητική στάση, στην καλύτερη περίπτωση ασχολούνται με επί μέρους επισκευές και αυτές όχι σε όλα τα σχολικά κτίρια, όχι στο βαθμό που είναι αναγκαίο.
Όμως το ζήτημα με το 12ο Δημοτικό Σχολείο αποτελεί μια ποιοτική τομή. Η μέχρι τώρα στάση της Διοίκησης φανέρωνε ότι η σχολική στέγη δεν είναι προτεραιότητά της. Πλέον προκύπτει ότι η πολιτική σχολικής στέγης είναι το κλείσιμο σχολικών μονάδων. Αντί να ξεκινήσει δουλειά για να επιδιορθωθούν οι υποδομές που υπάρχουν και να δημιουργηθούν νέες, επιλέγεται η μεταστέγαση των μαθητών «όπως – όπως», χωρίς να τους απασχολεί ούτε η ταλαιπωρία των μετακινήσεων των μαθητών και των εργαζόμενων γονιών τους.
Έτσι, το σχολείο τίθεται σε αναστολή λειτουργίας, και από τη στιγμή που κανένας δεν γράφει τα παιδιά του σε ένα κλειστό σχολείο, σε λίγο καιρό θα καταργηθεί και οριστικά το συγκεκριμένο σχολείο. Στην πραγματικότητα θα συμβεί ότι και με την πολιτική επιλογή τόσο των προηγούμενων κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, όσο και της σημερινής ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, να καταργούνται και να συγχωνεύονται σχολεία. Αυτή είναι η πραγματικότητα και γι’ αυτή την πτυχή δεν μιλάει κανείς. Επιπλέον, από τη συζήτηση στο δημοτικό συμβούλιο της 25ης Ιούλη, φάνηκε ότι την ίδια «τύχη» θα έχουν και άλλα σχολεία του Δήμου Θεσσαλονίκης τα επόμενα χρόνια.
Υπάρχει, όμως, και ένα ακόμα ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντηθεί για να αποκαλυφθεί ο συνολικός σχεδιασμός της Κυβέρνησης και της Δημοτικής Αρχής, προφανώς ως απαίτηση του ντόπιου κεφαλαίου: «Τι θα γίνει με τους χώρους των καταργημένων σχολείων;» Μπορεί χρήματα για σχολεία ή για άλλες λαϊκές ανάγκες να μην υπάρχουν, όμως όταν πρόκειται για «αξιοποίηση» χώρων και για επενδύσεις που θα φέρουν ανάπτυξη, τότε βρίσκονται. Είναι βέβαιο ότι κάθε τέτοιος χώρος θα δίνεται, με τις ευλογίες του Δήμου, σε κάποιον μεγαλοεπιχειρηματία, για να επενδύσει και να κερδοφορήσει. Και αυτό, «για το καλό της πόλης» βεβαίως.
Τα πράγματα έχουν πάψει εδώ και καιρό να είναι «αθώα». Από τα σκουπίδια ως το πράσινο, από τα τέλη ως τα πρόστιμα, οι υποδομές του Δήμου εγκαταλείπονται στις τύχες τους και απαξιώνονται, ενώ οι εργαζόμενοι κι οι αυτοαπασχολούμενοι πληρώνουν όλο και περισσότερα για παροχές που υποβαθμίζονται. Και παράλληλα όσες υποδομές είναι κερδοφόρες ιδιωτικοποιούνται, συνάπτονται δάνεια, ξετυλίγονται μεγαλόστομες «στρατηγικές» με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας επιχειρηματικών ομίλων από τη μία, και τη διάλυση της ζωής και των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας του λαού της πόλης από την άλλη.
Οι ευθύνες και γι’ αυτή την εξέλιξη βαραίνουν τόσο την Κυβέρνηση όσο και το Δήμο Θεσσαλονίκης, καθώς και τις προηγούμενες Κυβερνήσεις και Δημοτικές Αρχές. Η κατάσταση του συγκεκριμένου σχολείου είναι απαράδεκτή, όπως και γενικότερα της σχολικής στέγης της Θεσσαλονίκης. Διαχρονικά απουσιάζει, εντελώς, ακόμα και ένα στοιχειώδες πρόγραμμα αντιμετώπισης των τραγικών ελλείψεων σχολικών αιθουσών και ανέγερσης σύγχρονων και ασφαλών σχολικών κτιρίων.
Οι εργαζόμενοι της Θεσσαλονίκης, ο λαός της πόλης, πρέπει και από αυτή την εξέλιξη να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, για το ρόλο της Τοπικής Διοίκησης, ως εκφραστή των Κυβερνητικών επιλογών και των συμφερόντων της αστικής τάξης σε τοπικό επίπεδο, και παράλληλα να αντιπαλέψουν αυτή την πολιτική, να αρνηθούν τη διαρκή υποβάθμιση της ζωής τους να αγωνιστούν για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους.
ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΝΑ ΜΗΝ ΚΛΕΙΣΕΙ
ΑΜΕΣΑ ΝΑ ΔΙΑΤΕΘΟΥΝ ΚΟΝΔΥΛΙΑ ΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ, ΑΣΦΑΛΗ ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ