Τρόμος σε δανειστές και Στουρνάρα από την αύξηση των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα
Τη στιγμή που οι ευρωπαϊκοί οικονομικοί μηχανισμοί προσπαθούν να πάρουν μέτρα για τη μείωση του βραχνά των κόκκινων δανείων σε ολόκληρη την Ευρώπη, βλέπουν με ανάμικτα αισθήματα τα κόκκινα δάνεια να αυξάνονται στην Ελλάδα. Οι τραπεζίτες, όλα αυτά τα 7 χρόνια των μνημονίων, αντί να φροντίσουν να προτείνουν στους δανειολήπτες πραγματικές ρυθμίσεις, τους πρόσφεραν μια ρύθμιση μόνο για έναν χρόνο, πιστεύοντας λες και είναι οι πιο άσχετοι στον κόσμο στα οικονομικά, ότι η κρίση θα περάσει μέσα σε έναν μόλις χρόνο. Και οι δανειολήπτες που ρύθμιζαν για έναν χρόνο το δάνειό τους, έβλεπαν στο τέλος του χρόνου, όχι μόνο ότι πλήρωσαν ένα μικρό μόνο μέρος του δανείου τους, αλλά και το υπόλοιπο να έχει αυξηθεί με τους τόκους και τα πανωτόκια που επί έναν χρόνο έτρεχαν κανονικά. Φταίνε λοιπόν οι δανειολήπτες για την αύξηση των κόκκινων δανείων; Δεν φταίνε οι τραπεζίτες που πρότειναν ανέφικτες ρυθμίσεις οι οποίες, το μοναδικό αποτέλεσμα που είχαν ήταν να αυξάνονται τα κόκκινα δάνεια αντί να μειώνονται;. Φταίνε οι δανειολήπτες για τις παράνομες χρεώσεις από πλευράς των τραπεζιτών που αυξάνουν το ποσό του δανείου με αποτέλεσμα να μην μπορούν να το πληρώσουν οι δανειολήπτες; Φταίνε οι δανειολήπτες για τα θαλασσοδάνεια που μοίραζαν οι τραπεζίτες στους κολλητούς τους επιχειρηματίες, χωρίς να υπάρχουν εγγυήσεις και ενώ γνώριζαν ότι αυτά τα δάνεια δεν πρόκειται να τα εισπράξουν ποτέ; Όχι λοιπόν. Φταίνε οι τραπεζίτες. Όπως φταίνε και τώρα που δεν έκαναν όσα υποσχέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη μείωση των κόκκινων δανείων ενόψει των stress tests των τραπεζών το 2018.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι το Εcofin βρίσκεται εν αναμονή έγκρισης της στρατηγικής για τα κόκκινα δάνεια. Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ αναμένεται να δώσουν το πράσινο φως στην στρατηγική για να επιταχυνθεί η μείωση των κόκκινων δανείων στην ΕΕ. Η δεκαετής χρηματοπιστωτική κρίση άφησε τις ευρωπαϊκές τράπεζες με μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους περίπου 1 τρισ. ευρώ, μειώνοντας την ικανότητά τους να δανείζουν και επιβραδύνοντας την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης. Βάσει του σχεδίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορεί να αναγκάζει τις τράπεζες να αυξάνουν τα κεφαλαιακά τους αποθέματα ασφαλείας απέναντι στα υφιστάμενα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όταν θεωρεί ότι αυτά δεν επαρκούν. Οι τράπεζες θα μπορούν επίσης να αναγκάζονται αυτόματα να σχηματίζουν περισσότερες προβλέψεις για νέα δάνεια όταν αναμένουν ότι τα ‘κόκκινα’ δάνεια θα ξεπεράσουν τα αποδεκτά επίπεδα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση όμως βλέπουν και τις απαράδεκτες καθυστερήσεις των Ελλήνων τραπεζιτών να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια με πραγματικές και εφικτές ρυθμίσεις. Και βλέπουν τους Έλληνες τραπεζίτες να κωλυσιεργούν. Και για να αλλάξουν την κατάσταση, να επιδίδονται σε ένα άγριο κυνήγι των δανειοληπτών που αντικειμενικά αδυνατούν να πληρώσουν τις απαράδεκτες ρυθμίσεις που προτείνουν οι δανειολήπτες. Κι έτσι, βλέπουν τα κόκκινα δάνεια να αυξάνονται στην Ελλάδα. Κάτι που βλέπει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Και βλέπει ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της δικής του κωλυσιεργίας, γιατί ποτέ δεν άσκησε το ρόλο του στις τράπεζες. Που ήταν να τις ελέγχει και όχι να τις βοηθά στις ατασθαλίες τους. Τώρα λοιπόν, λίγο όψιμα βέβαια, ο Γιάννης Στουρνάρας ανησυχεί από την αύξηση των κόκκινων δανείων. Και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στους θεσμούς γι αυτήν την κατάσταση, για την οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και ο ίδιος. Ζητάει λοιπόν μείωση των φόρων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, ο οποίος βλέπει ότι αυξήθηκαν τα κόκκινα δάνεια στο πρώτο τρίμηνο του 2017, και αναμένεται οι θεσμοί να του τραβήξουν το αυτί.
Έτσι λοιπόν διαβάζουμε ότι αναγκαία χαρακτηρίζει η ΤτΕ – δηλαδή ο Γ.Στουρνάρας – την αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει πως θα πρέπει να αλλάξει και ο φοροκεντρικός χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών. Σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια η ΤτΕ σημειώνει πως αυξήθηκαν στο α΄τρίμηνο του έτους.
Ειδικότερα, με βάση τα όσα αναφέρει η ΤτΕ στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αναμένεται να επηρεάσει θετικά την οικονομία, μέσω της άμεσης αποκατάστασης της ρευστότητας του Δημοσίου με την αποδέσμευση της δόσης στο πλαίσιο του προγράμματος, καθώς και μέσω της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Μεσοπρόθεσμα προβλέπεται ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα υπερκαλυφθούν χωρίς τη λήψη περαιτέρω μέτρων.
Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος, υπογραμμίζει πως είναι αναγκαία η αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη. Θα πρέπει να γίνει ανακατανομή των δαπανών σε τομείς που θα έχουν σημαντικότερη αναπτυξιακή επίδραση, ενώ θα πρέπει να αλλάξει και ο φοροκεντρικός χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών. Τα ψηφισθέντα μέτρα κοινωνικής στήριξης, η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο αναπροσδιορισμός (μειωτικά) των συντελεστών της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα νομικά πρόσωπα, πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων και η μείωση του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Επίσης, η ΤτΕ εκτιμά πως για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να υλοποιηθούν αποτελεσματικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση και να ενισχυθούν οι έλεγχοι. Με αυτόν τον τρόπο θα βελτιωθεί η εισπραξιμότητα των φορολογικών εσόδων, αλλά και θα ενισχυθεί το αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης ανάμεσα στους πολίτες.
Επιπλέον, σημειώνει πως θα πρέπει να γίνει πιο ορθολογική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Πέρα από τα προφανή οφέλη που επιφέρει η αύξηση των δημοσίων εσόδων στον κρατικό προϋπολογισμό, η υλοποίηση νέων επενδύσεων από τους ιδιώτες επενδυτές μαζί με την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την τόνωση του ανταγωνισμού προσφέρουν πολλαπλά οφέλη στο ΑΕΠ και στην απασχόληση.
Στην ίδια πάντα ανάλυση αναφέρεται πως στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021, οι δημοσιονομικοί στόχοι διατηρούνται στο επίπεδο του 3,5% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Εντούτοις, ο στόχος αυτός κρίνεται πολύ υψηλός για να είναι διατηρήσιμος σε βάθος χρόνου και η δημοσιονομική προσπάθεια που χρειάζεται για την επίτευξή του μακροπρόθεσμα αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης που απαιτείται ώστε αυτή να αποδώσει. Ο επαναπροσδιορισμός του δημοσιονομικού στόχου σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ αποτελεί μια περισσότερο ρεαλιστική προσέγγιση της απαραίτητης δημοσιονομικής προσαρμογής.
danioliptes.gr