Τελειώνουν τα τραπεζικά μαγαζάκια
Δεν είναι μόνο οι Έλληνες φορολογούμενοι, αλλά και οι δανειστές, που έχουν αγανακτήσει με τις ελληνικές τράπεζες. Μετά από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και μία που εκφράζονται πολλές εκτιμήσεις που βρίσκεται στο δρόμο – και μάλιστα με κούρεμα καταθέσεων των φορολογούμενων πολιτών – οι ελληνικές τράπεζες δεν ανακάμπτουν και δεν διασώζονται. Το αντίθετο μάλιστα. Οι τραπεζίτες, αντί να προτείνουν πραγματικές και αντικειμενικές ρυθμίσεις στα κόκκινα δάνεια, προσπαθούν να βρουν τρόπους να αρπάξουν τα ακίνητα των δανειοληπτών για να τα ξεπουλήσουν σε εξευτελιστικές τιμές, ώστε να βάλουν κάποια χρήματα στα ταμεία τους. Όχι όμως για να γεμίσουν τα ταμεία τους, αλλά για να φανούν λογιστικά μόνο εξυγιασμένες. Να φανούν ότι βρίσκονται σε καλή κατάσταση μόνο και μόνο επειδή δεν θα έχουν κόκκινα δάνεια στα ταμεία τους. Αλλά βέβαια, ούτε λόγος να κυνηγήσουν τα εκατομμύρια ευρώ από τα θαλασσοδάνεια που μοίρασαν σε κόμματα, ΜΜΕ, και άλλους πολλούς μεγαλοκαρχαρίες, που τα πήραν και δεν πρόκειται να τα ξαναδεί ποτέ κανείς. Αυτά είναι που άδειασαν τα ταμεία των τραπεζών και όχι τα στεγαστικά δάνεια που πήραν οι Έλληνες δανειολήπτες – και μάλιστα με παράνομους όρους – για να πάρουν ένα σπίτι και να βελτιώσουν τη ζωή τους.
Τώρα, διάφοροι δήθεν ειδικοί, που επί χρόνια σιωπούσαν, πήραν αυτόκλητα το ρόλο του υπερασπιστή των Ελλήνων τραπεζιτών. Ποιος ξέρει γιατί; Και προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να διασωθούν με κάθε κόστος. Όπως λένε, η πρωτοφανής συρρίκνωση του ελληνικού τραπεζικού κλάδου την τελευταία πενταετία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός υπερσυγκεντρωμένου τραπεζικού συστήματος με τέσσερις συστημικούς πιστωτικούς ομίλους. Όμως οι υφιστάμενες τράπεζες δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη, γιατί η ποιότητα των ισολογισμών τους επιβαρύνεται σημαντικά από τα «κόκκινα» δάνεια, ενώ οι καταθέσεις δεν επιστρέφουν. Όπως γράφουν αυτοί οι ειδικοί, όσο τα προβληματικά δάνεια διατηρούνται σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα, τόσο καθυστερεί η απελευθέρωση κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Εύλογα, λοιπόν, πολλοί «βλέπουν» λύση στη δημιουργία νέων τραπεζών. Όμως οι τραπεζικές άδειες στην Ελλάδα έχουν… εξαντληθεί, καθώς την «τελευταία» κατείχε η Credicom, θυγατρική της Credit Agricole, η οποία μετεξελίσσεται και προτίθεται να εστιάσει στην αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Οι Θεσμοί, έχουν αποκλείσει, μέχρι νεωτέρας, την έγκριση νέων αδειών, με αποτέλεσμα να βλέπουμε κινήσεις όπως η είσοδος του Μιχάλη Σάλλα στην Παγκρήτια με στόχο τη μετεξέλιξή της σε ένα σύγχρονο πιστωτικό ίδρυμα. Δηλαδή, επειδή δεν μπορούν να ιδρύσου νέες τράπεζες, παίρνουν τις υπάρχουσες. Σε πρόσφατη μελέτη της, η PwC προτείνει την αλλαγή της αρχιτεκτονικής του εγχώριου τραπεζικού κλάδου για να διευκολυνθεί η ενίσχυση της ανάκαμψης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο συμβουλευτικός οίκος εκτιμά ότι η «γέννηση» νέων τραπεζών στη χώρα μας θα ενισχύσει τον υγιή ανταγωνισμό προς όφελος των πελατών. Θα διευρύνει, παράλληλα, τη χρηματοδότηση τους, θα προσελκύσει κεφάλαια, θα βελτιώσει την τεχνολογία και την καινοτομία και θα προσφέρει υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης στους καταθέτες. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο περιορίζεται σήμερα στη διαχείριση «κόκκινων» δανείων, κάτι που αναμένεται να αλλάξει όταν… πιστοποιηθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Αφού περιοριστεί το πρόβλημα με τα «κόκκινα» δάνεια, προτεραιότητα πώλησης θα έχουν οι συμμετοχές του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες – κυρίως στην Εθνική και στην Τρ. Πειραιώς – και εν συνεχεία δεν αποκλείεται να εξεταστεί το ενδεχόμενο να «ανοίξει» η αγορά. Για να δούμε, όμως, να γεννιέται μία τράπεζα από την αρχή μάλλον θα περάσουν χρόνια και αφού πρώτα ο κλάδος θα έχει ανακάμψει ουσιαστικά. Γενικότερα, η PwC παραθέτει τέσσερις βασικούς άξονες στους οποίους θα πρέπει να κινηθεί ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος για να ανακάμψουν οι καταθέσεις και να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της μελέτης, οι τράπεζες καλούνται να προχωρήσουν σε δραστικές αλλαγές, αν θέλουν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη. Αναμφίβολα, ο κυριότερος άξονας είναι αυτός της απομάκρυνσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs), ώστε η διοίκηση να εστιάσει αποκλειστικά στις τραπεζικές εργασίες. Όπως υπογραμμίζει ο οίκος, η αποτελεσματική διαχείριση των NPEs θα μπορούσε να γίνει εκτός τραπεζικού συστήματος, οδηγώντας σε αύξηση της πιστοληπτικής διαβάθμισης των τραπεζών από τους οίκους αξιολόγησης. Ωστόσο, για να γίνει η διαχείριση εκτός τραπεζικού συστήματος θα πρέπει οι τράπεζες να πουλήσουν τα δάνεια σε μία εποχή που οι τιμές που προσφέρονται στις αγορές είναι απαγορευτικές, ενώ οι προσπάθειες για μία λειτουργική αγορά NPLs έχουν μέχρι στιγμής… πέσει στο κενό. Επιπλέον, η λύση της κεντρικής bad bank έχει αποκλειστεί και οι συζητήσεις για μία πανευρωπαϊκή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων είναι εξαιρετικά πρώιμες, σε σημείο που ουδείς μπορεί να ποντάρει σε μία τέτοια πρωτοβουλία. Τέλος, εκτιμάται ότι ο τραπεζικός τομέας θα πρέπει να ανασχεδιαστεί ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικός και ευέλικτος, ακολουθώντας την εξελικτική πορεία του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού τοπίου. Σήμερα, ο εκσυγχρονισμός των τραπεζών, τουλάχιστον σε επίπεδο ενσωμάτωσης της ψηφιακής τεχνολογίας γίνεται με ταχύτατους ρυθμούς και σε ορισμένα σημεία έχουν ήδη φτάσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Παρ’ όλα αυτά, η γενικότερη λειτουργία τους επηρεάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το εκρηκτικό μείγμα υπέρογκων «κόκκινων» δανείων, έλλειψης καταθέσεων και ευέλικτων χρηματοδοτικών πηγών.
Με λίγα λόγια, πρέπει να γίνουν τα πάντα για να διασωθούν οι υπάρχουσες τράπεζες. Αυτό μας λένε οι ειδικοί. Κι ο κόσμος ας χάσει τα σπίτια και τις επιχειρήσεις του. Καθόλου δεν ενδιαφέρονται γι αυτά οι διάφοροι όψιμοι ειδικοί που υπερασπίζονται με κάθε τρόπο τις τράπεζες.