Ικετεύουν την Νουί και τον SSM οι τραπεζίτες
Όλα καλά και βελτίωση στην εικόνα των ελληνικών τραπεζών διαπίστωσε η επόπτης του SSM, Ντανιέλ Νουί, που επισκέφτηκε την Ελλάδα την προηγούμενη εβδομάδα για να ελέγξει τη πρόοδο των τραπεζών, βάσει των υποχρεώσεων που ανέλαβαν όσον αφορά στη μείωση των κόκκινων δανείων. Όμως, όπως προκύπτει από την «μετάφραση» των δηλώσεων της Ντ.Νουί, αλλά και κάποιων τραπεζικών στελεχών, αυτό που διαπίστωσε η επόπτρια του SSM ήταν καθυστερήσεις. Για τις οποίες βέβαια οι Έλληνες τραπεζίτες απέδωσαν την ευθύνη στην καθυστέρηση να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών για να κλείσει η αξιολόγηση. Καμία αναφορά δεν έκαναν βέβαια οι τραπεζίτες μας στα λάθη, τις παραλείψεις και τις παρανομίες των τραπεζών που είχαν ως αποτέλεσμα να μην μπορούν οι δανειολήπτες να εξυπηρετήσουν τα κόκκινα δάνειά τους. Δεν είπαν ότι δεν πρότειναν στους δανειολήπτες πραγματικές ρυθμίσεις ώστε να μπορούν να πληρώνουν βάσει του πραγματικού εισοδήματός τους. Δεν είπαν ότι τρομοκρατούν και απειλούν τους δανειολήπτες αντί να τους προτείνουν πραγματικές ρυθμίσεις, κάτι που θα άνοιγε το δρόμο ώστε να πληρώνονται, έστω και με λιγότερα χρήματα τα κόκκινα δάνεια, και να εμφανίζονται πλέον ως εξυπηρετούμενα και όχι ως κόκκινα.
Η Ντ.Νουί διαπίστωσε λοιπόν καθυστερήσεις από τους Έλληνες τραπεζίτες, γιατί οι τελευταίοι σταύρωσαν απλά τα χέρια και περιμένουν την κυβέρνηση να κλείσει την αξιολόγηση για να ψηφίσει τη νομική ασυλία των τραπεζιτών και τότε να ξεκινήσουν τη δήθεν διαχείριση των κόκκινων δανείων, που δεν θα είναι τίποτε άλλο από την αρπαγή των σπιτιών και των επιχειρήσεων των Ελλήνων δανειοληπτών, για να τα ξεπουλήσουν στα αρπακτικά των ξένων funds. Οπότε, όπως ήταν λογικό, η Ντ.Νουί άρχισε να τραβάει αφτιά και να επιρρίπτει ευθύνες. Και οι σκληροί Έλληνες τραπεζίτες, αυτοί οι κύριοι που απειλούν, τρομοκρατούν και εκβιάζουν τους ανήμπορους δανειολήπτες, έπεσαν στα γόνατα και παρακάλεσαν την Ντ.Νουί και τον SSM να τους δώσει μία παράταση. Και όπως φαίνεται, μάλλον το πέτυχαν. Όχι βέβαια επειδή η Ντ.Νουί και ο SSM διαπίστωσαν ότι τα πράγματα είναι όπως τα λένε οι Έλληνες τραπεζίτες. Αλλά επειδή δεν θέλουν να υπάρξει και νέα ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, γιατί, όπως διαπίστωσαν από τις τρεις προηγούμενες, ενώ δόθηκαν πολλά εκατομμύρια ευρώ από τους Έλληνες πολίτες για να σωθούν οι τράπεζες, ούτε οι τράπεζες διασώθηκαν, ούτε γνωρίζει κανείς που βρίσκονται ή πού σπαταλήθηκαν αυτά τα χρήματα. Αυτοί που διασώθηκαν ήταν μόνο οι Έλληνες τραπεζίτες και οι υψηλοί μισθοί τους.
Οι συζητήσεις ώστε να βρεθεί λύση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και τα κόκκινα δάνειά του λήγουν τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Γι αυτό και οι Έλληνες τραπεζίτες ζητούν ένα σχέδιο διάσωσης των τραπεζών τους. Και μάλλον, επειδή τόσο η Ντ.Νουί όσο και ο SSM δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στους Έλληνες τραπεζίτες, κι επειδή βλέπουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν κάτι για να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια, δείχνουν να ανοίγουν ένα παράθυρο για την αναθεώρηση της στοχοθεσίας για τα «κόκκινα δάνεια», ώστε αλλάξει το βαρύ πρόγραμμα της διετίας 2018-2019. Οι τράπεζες ικέτεψαν τη Ντ.Νουί και τον SSM για μια δεύτερη ευκαιρία για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων με πιο ρεαλιστικούς όρους. Oι ελληνικές εποπτικές αρχές έχουν ήδη θέσει προς την EKT το ενδεχόμενο να ανοίξει ένα παράθυρο αναθεώρησης της στοχοθεσίας των τραπεζών, με έμφαση στη διετία 2018-2019. Kάτι που υπό προϋποθέσεις συνιστά ένα άτυπο σχέδιο «διάσωσης» των τραπεζών από τον κίνδυνο νέων ανακεφαλαιοποιήσεων. H κινητικότητα είναι έντονη και ενήμερη γι’ αυτή είναι και η Nτάνιελ Nουί που το συζήτησε και στην Aθήνα στις κλειστές συναντήσεις που είχε. Οι τραπεζίτες προσπάθησαν να κρύψουν την ανικανότητά τους πίσω από μια σειρά από υψηλά εμπόδια – όπως είπαν – τα οποία δήθεν, δεν οφείλονται στη δεδηλωμένη βούληση του χρηματοπιστωτικού συστήματος να απομειώσει τα «κόκκινα» δάνεια. Εμπόδια που έχουν να κάνουν με τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του νομοθετικού πλαισίου, αλλά και με τις συνθήκες αβεβαιότητας που βιώνει εκ νέου η ελληνική οικονομία εξαιτίας της μη ολοκλήρωσης της αξιολόγησης. Προς την ίδια κατεύθυνση η Ντ.Νουί άκουσε και τα παρακαλετά του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος ζει τη δική του αγωνία καθώς προσπαθεί να κρύψει κι αυτός τα λάθη και τις παραλείψεις του, καθώς δεν έλεγξε ποτέ τις ελληνικές τράπεζες και τις διοικήσεις τους, όπως όφειλε, αλλά τις άφησε να δρουν ανεξέλεγκτα, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Γι αυτό και η Ντ.Νουί άφησε να εννοηθεί ότι όλα θα κριθούν από τις φετινές επιδόσεις των τραπεζών. Tο κρίσιμο ορόσημο των εξελίξεων, είναι ο Σεπτέμβριος. Τότε θα γίνει μια σφαιρική αξιολόγηση για τα κόκκινα δάνεια. Oι στόχοι για την φετινή χρονιά είναι να περιοριστούν τα ανοίγματα κατά 7,6 δισ. ευρώ. Όμως, στην αρχή του 2017 τα «κόκκινα» δάνεια έχουν διογκωθεί κατά περίπου 1,5 δισ., γεγονός που ανεβάζει τον πήχη της μείωσης, λίγο πάνω από τα 9 δισ. ή και περισσότερο, αν το «νέο κύμα» των πιστωτικών ανοιγμάτων συνεχίσει να «φουσκώνει». Αν οι τράπεζες, έχουν καταφέρει μέχρι τον Σεπτέμβριο να αντιστρέψουν τα αρνητικά δεδομένα είναι μια θετική έκβαση. Έστω κι αν υπάρξουν μικρές αποκλίσεις. Αντίθετα, οι ανησυχίες θα ενταθούν αν υπάρξουν σοβαρές αποκλίσεις, καθώς οι «τρύπες» θα μπουν αυτοδίκαια στα νέα stress tests της EKT το 2018. Mε τον κίνδυνο να προκύψουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες για τις τράπεζες. Είτε στη μια, είτε στην άλλη περίπτωση και όπως όλα δείχνουν θα τεθεί επί τάπητος η αναπροσαρμογή της στοχοθεσίας για το 2018 και το 2019. Το κεντρικό ζητούμενο είναι να δοθεί ένα ορθολογικό περιθώριο για να αντιμετωπίσουν ρεαλιστικά οι τράπεζες τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, αποφεύγοντας τη νέα περιπέτεια των ανακεφαλαιοποιήσεων. Ειδικά μάλιστα, αν η ελληνική οικονομία δε μπει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης. Oι τραπεζίτες έχουν θέσει ως βασική προϋπόθεση για την επίτευξη της στοχοθεσίας, την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας. Eπ’ αυτών βεβαίως, ο τελικός κριτής θα είναι ο Mάριο Ντράγκι και η EKT, που σαφώς και δεν επιθυμούν μια νέα περιπέτεια για τις ελληνικές τράπεζες. Βέβαια, η επικεφαλής του SSM μετέφερε το μήνυμα της EKT, διαπιστώνοντας πως το πρόγραμμα έχει μείνει πίσω, αλλά υπάρχει ακόμη περιθώριο να «τρέξει» ώστε να επιτευχθεί ο συντηρητικός στόχος που έχει τεθεί κεντρικά για το 2017.Και φυσικά, μετά απ’ αυτό, άκουσε τα παρακάλια και τις ικεσίες των Ελλήνων τραπεζιτών για παράταση στη προθεσμία υλοποίησης των στόχων μείωσης των κόκκινων δανείων.
Tρεις κλάδοι επιχειρηματικών δραστηριοτήτων βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή» της προσοχής του SSM, καθώς θεωρείται ότι από αυτούς θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό η «μάχη» για τα «κόκκινα» δάνεια. Όπως προκύπτει από τους εξονυχιστικούς ελέγχους και τα τελευταία στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, η δανειακή έκθεση των τραπεζών στις εμπορικές επιχειρήσεις ανέρχεται σε 28 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 60% έχουν «κοκκινίσει». Mε συνέπεια τα μη εξυπηρετούμενα του συγκεκριμένου κλάδου να ανέρχονται σε 16,8 δισ. Στον τομέα της μεταποίησης οι χορηγήσεις ανέρχονται σε 23 δισ., εκ των οποίων το 46% (ήτοι 10,8%) βρίσκονται στην «κόκκινη» ζώνη. Oι δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις στις κατασκευές – υποδομές έχουν 15 δισ. τραπεζικά δάνεια, εκ των έχει «κοκκινήσει» ή είναι αβέβαιης είσπραξης το 55%, δηλαδή άλλα 8,3 δισ..
Eν συνόλω οι τρεις αυτοί κλάδοι βαρύνονται με πιστωτικά ανοίγματα ύψους 35,7 δισ. που με τη σειρά τους αποτελούν το 55,8% του συνόλου των προβληματικών και μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων που ανέρχονται σε 64 δισ. ευρώ. Mε την προσθήκη των στεγαστικών και των καταναλωτικών ο τελικός λογαριασμός των «κόκκινων» υποχρεώσεων προς τις τράπεζες αγγίζει τα 107 δισ. ευρώ.
H προσοχή του SSM σ’ αυτούς τους τρεις κλάδους δεν είναι τυχαία, ούτε αποσπασματική, καθώς ο εποπτικός μηχανισμός γνωρίζει άριστα, το πόσο δύσκολο είναι να απομειωθούν τα «κόκκινά» τους. Διότι αυτά αφορούν πολλές χιλιάδες επιχειρήσεων (αλλά και ελεύθερων επαγγελματιών) που απαιτούν χρονοβόρες διαδικασίες τραπεζικών παρεμβάσεων, ενώ από την άλλη πλευρά είναι δύσκολο να διακριβωθεί αξιόπιστα η προοπτική βιωσιμότητας, για ένα εξαιρετικά μεγάλο κομμάτι τους. Ειδικά μάλιστα, όταν κανόνα πρόκειται για πολύ μικρές, έως μικρές επιχειρήσεις, που δεν έχουν τα φόντα να αντέξουν στον ανταγωνισμό, ούτε να χρησιμοποιήσουν τα «χαρτιά» της καινοτομίας και της εξωστρέφειας.
H κάθε μία από αυτές μπορεί μεν να έχει ένα μικρό «κόκκινο» υπόλοιπο, αλλά αθροιστικά τα πιστωτικά τους ανοίγματα διαμορφώνουν ένα βαρύ φορτίο για τις τράπεζες. Kαθώς η πλειονότητα των επιχειρήσεων αυτών, είναι δύσκολο να ενταχθεί στο μηχανισμό των εξωδικαστικών διευθετήσεων, ή να αποτελέσουν πόλο έλξης για deals διάσωσης. Oι καταστάσεις γίνονται ακόμη πιο περίπλοκες, σε ότι αφορά το μεγάλο στοίχημα της εκκαθάρισης των «κόκκινων» δανείων, από τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια.
Με λίγα λόγια, οι Έλληνες τραπεζίτες περιμένουν να ξεπουλήσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τις ελληνικές επιχειρήσεις με κόκκινα δάνεια στα ξένα αρπακτικά, μόνο και μόνο για να αδειάσουν τα χαρτοφυλάκιά τους από τα κόκκινα δάνεια και να φανούν ότι εξυγίαναν τις τράπεζές τους. Κυρίως όμως, για να μην τους πετάξουν από τις θέσεις τους οι ξένοι δανειστές, γιατί έφεραν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σ’ αυτή τη τραγική κατάσταση.